-
1 φρουρά
[фрура] ουσ. θ. (στρατ.) гарнизон, караул, страж,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φρουρά
-
2 караул
-а α.1. φρουρά, οι φύλακες•приставить караул εγκατασταίνω φρουρά•
сменить » αλλάζω τη φρουρά•
усилить караул ενισχύω τη φρουρά•
принять караул παραλαβαίνω τη φρουρά (τα καθήκοντα)•
заступать в караул αναλαβαίνω τα καθήκοντα, της φρουράς.
2. παλ. σκοπιά, φυλάκιο φρουράς.3. ωςεπιφ. βοήθεια!εκφρ.почётный караул – τιμητική φρουρά•быть (стоить) в -е ή на -е – είμαι φρουρά, φρουρώ•взять ή сделать на - – παρουσιάζω όπλα•взять ή посадить под караул – βάζω υπο φρούρηση•быть под -ом – είμαι φρουμούμενος, φρουρούμαι•держить под -ом – κρατώ υπο φρούρηση (υπό κράτηση)•хоть караул кричи – στην ανάγκη φώνωξε «βοήθεια!. -
3 караул
караулм1. ή. φρουρά:почетный \караул ἡ τιμητική φρουρά· выставить (сменить) \караул βάζω (αλλάζω) φρουρά· нести́ \караул, стоять в (на) \карауле ἐκτελώ ὑπηρεσίαν φρουράς, φρουρῶ· заступа́ть в \караул πιάνω φρουρά·2. межд:\караул1 (на помощь) βοήθεια!· кричать \караул φωνάζω βοήθεια· ◊ взять на \караул воен. παρουσιάζω ὀπλα на \караул! воен. παρουσιάστε! -
4 гвардия
-и θ.φρουρά•национальная гвардия εθνοφρουρά•
красная гвардия κόκκινη φρουρά•
белая гвардия λευκή φρουρά•
старая гвардия παλαιά φρουρά.
-
5 стража
-и θ.1. παλ. η φρουρά (φρουροί)•пограничная стража φρουρά των συνόρων•
конвоиная φρουρά συνοδείας.
2. η φρούρηση.εκφρ.быть (находить(ся) в -е – είμαι φρουρά (φρουρώ)•быть (находиться, содержать(ся) под -ей – είμαι, βρίσκομαι, κρατούμαι υπο φρούρηση•заключить, взять под -у – βάζω (θέτω) υπο φρούρηση. -
6 караул
караул м η φρουρά, το κα ραούλι нести \караул κρατώ κα ραούλι, είμαι της φρουράς почётный \караул η τιμητική φρου ρά смена \караула η αλλαγή φρουράς* * *мη φρουρά, το καραούλιнести́ карау́л — κρατώ καραούλι, είμαι της φρουράς
почётный карау́л — η τιμητική φρουρά
сме́на карау́ла — η αλλαγή φρουράς
-
7 гвардия
гвардияж ἡ φρουρά:Красная Гвардия ист. ἡ Κόκκινη Φρουρά· национальная \гвардия (в Греции) ἡ ἐθνοφρουρά· ◊ старая \гвардия ἡ παλαιά φρουρά. -
8 гарнизон
-
9 охрана
охрана ж 1) (защита) η προστασία· \охрана труда η προστασία της εργασίας* \охрана окружающей среды η προστασία του περιβάλλοντος 2) (стража ) η φρουρά* * *ж1) ( защита) η προστασίαохра́на труда́ — η προστασία της εργασίας
охра́на окружа́ющей среды́ — η προστασία του περιβάλλοντος
2) ( стража) η φρουρά -
10 дворцовый
дворцо́в||ыйприл τοῦ παλατιού; αὐλικός, παλατιανός:\дворцовыйая стража ἡ ἀνακτορική φρουρά, ἡ φρουρά τοῦ παλατιού· ◊ \дворцовый переворот τό αὐλικό πραξικόπημα. -
11 стража
стра́ж||аж ἡ φρουρά:пограничная \стража ἡ φρουρά τῶν συνόρων взять под \стражау φυλακίζω, θέτω ὑπό κράτησιν со-держа́ться под \стражаей εἶμαι φυλακισμένος· ◊ быть на \стражае чьйх-л. интересов περιφρουρώ τά συμφέροντα κάποιου. -
12 гарнизон
-а α.φρουρά•начальник -а φρούραρχος•
стоит гарнизон είναι (υπάρχει) φρουρά.
-
13 охрана
-ы θ.1. περιφρούρηση• προστασία, προφύλαξη• διαφύλαξη•охрана материнства προστασία της μητρότητας•
охрана социалистической собственности περιφρούρηση της σοσιαλιστικής περιουσίας (ιδιοκτησίας)•
охрана лесов προστασία των δασών.
|| τήρηση•охрана поридка милицией η τήρηση της τάξης από την αστυνομία.
2. φρουρά•пограничная охрана η φρουρά των συνόρων, ο-ροφυλακή•
береговая охрана ακτοφρουρά•
личная σωματοφυλακή.
|| φυλάκιο (στρατιωτικό). -
14 эскортировать
-
15 караул
η φρουρά, η σκοπιάпочётный - τιμητική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > караул
-
16 охрана
1. (действие) η προστασία, η (περι)φρούρηση, η φύλαξη 2. (группа людей, охраняющая что-, кого-л.) η φρουρά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > охрана
-
17 почётный
1. (пользующийся почётом) αξιότιμος, αξιοσέβαστος 2. (предоставляемый за какие-л. заслуги) τιμητικός 3. (избираемый в знак уважения, почёта) επίτιμος 4. (являющийся выражением почета, устраиваемый в знак почёта) τιμητικ/ός-караул - ή φρουρά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > почётный
-
18 вахта
вахт||аж прям., перен ἡ βάρδια, ἡ φρουρά, ἡ φυλακή (στό στρατό):трудовая \вахта ἐργατική βάρδια; стоять на \вахтае εἶμαι (или φυλαγω) βάρδια, φρουρώ. -
19 гарнизон
гарнизонм ἡ φρουρά:начальник \гарнизона ὁ φρούραρχος. -
20 гарнизонный
гарнизон||ныйприл τής φρουράς, τού φρουραρχείου; \гарнизонныйная служба ἡ ὑπηρεσία στή φρουρά, ἡ ὑπηρεσία στό φρουραρχείο.
См. также в других словарях:
φρουρά — φρουρά̱ , φρουρά look out fem nom/voc/acc dual φρουρά̱ , φρουρά look out fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρουρᾷ — φρουρά look out fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρουρά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φρουρή Α 1. φρούρηση, φύλαξη, υπεράσπιση 2. ομάδα προσώπων, ιδίως στρατιωτών, που είναι υπεύθυνη για τη φρούρηση θέσεως, κτηρίου ή προσώπου (α. «η φρουρά τής βουλής» β. «καταλιπὼν ἐν ταῖς ἄκραις ἰσχυρὰς Περσέων φρουράς», Ξεν.) … Dictionary of Greek
φρουρά — η 1. ομάδα ατόμων, ιδίως στρατιωτικών, που έχει αναλάβει τη φρούρηση θέσης, ιδρύματος ή προσώπου: Η φρουρά των φυλακών. – Η φρουρά του προέδρου. 2. το σύνολο των στρατευμάτων που εδρεύουν σε μια πόλη: Η φρουρά Θεσσαλονίκης. 3. η υπηρεσία του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σιδηρά Φρουρά — Φασιστική οργάνωση που δημιουργήθηκε το 1931 στη Ρουμανία. Τα μέλη της χρησίμευσαν σαν πράκτορες του Χίτλερ στη Ρουμανία. Αφού οργάνωσε και εκτέλεσε τη δολοφονία του Ρουμάνου πρωθυπουργού I. Γκ. Ντούκα (1934) τυπικά διαλύθηκε. Ουσιαστικά όμως… … Dictionary of Greek
φρουρᾶι — φρουρᾷ , φρουρά look out fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρουράν — φρουρά̱ν , φρουρά look out fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρουράς — φρουρά̱ς , φρουρά look out fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρουραῖς — φρουρά look out fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρουραί — φρουρά look out fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρουρᾶς — φρουρά look out fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)